“Είμαστε πολύ δεμένοι μεταξύ μας.”
“Είμαστε πολύ αγαπημένοι, κάνουμε τα πάντα μαζί.”
“Μέχρι τώρα, ποτέ δεν έχουμε χωρίσει, ούτε μια μέρα.”
Φράσεις που ακούγονται συχνά από ζευγάρια, μέσα στα γραφεία των ψυχοθεραπευτών και προηγούνται της περιγραφής του προβλήματος που τους έφερε στο σημείο ν’ αναζητήσουν βοήθεια, γιατί έχει προκύψει κάποιο δυσεπίλυτο πρόβλημα στη (φαινομενικά και μέχρι τώρα) «τέλεια» σχέση τους.
Πολλοί άνθρωποι απορούν, όταν, ενώ νιώθουν πως αγαπούν και αγαπιούνται μέσα στη σχέση τους, ταυτόχρονα νιώθουν ανεξήγητα συναισθήματα άγχους, θυμού, θλίψης, αγωνίας και τάσης για απομόνωση, με ταυτόχρονη ενοχή για όλα αυτά, αφού ο «άλλος» δίνει τόσα πολλά. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της συγχώνευσης. Ο όρος «συγχώνευση» περιγράφει μια κατάσταση μέσα στη σχέση, όπου τα εμπλεκόμενα άτομα, στερούνται προσωπικών ορίων και βιώνουν ο ένας τα συναισθήματα του άλλου, χάνοντας φυσικά τον ίδιο τον εαυτό τους. Σε μια συγχωνευτική σχέση, τα προσωπικά όρια είναι διάτρητα, κι οι άνθρωποι προσδιορίζονται περισσότερο από τη σχέση, παρά από την ατομικότητά τους. Εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο για να νιώθουν ότι είναι καλοί, υγιείς, αξιόλογοι ή πλήρεις αλλά το κάνουν μ’ έναν εντελώς ανθυγιεινό, σε ψυχικό επίπεδο, τρόπο. Όλη η αντίληψη για τον εαυτό τους περνάει μέσα από το άλλο πρόσωπο, προσδιορίζεται από το άλλο πρόσωπο και χάνουν την ατομικότητά τους, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους, οι οποίες εκπληρώνονται μόνο μέσα από τη σχέση.
Πολλές φορές, όταν ερωτώνται «τι σου αρέσει εσένα, τι θέλεις, τι ονειρεύεσαι κλπ» η απάντηση είναι είτε “δεν ξέρω….” είτε “Θα ήθελα αυτό αλλά ο/η ………. Έχει αντίρρηση/ με χρειάζεται για να….” και διάφορες άλλες αιτίες που τους στερούν από τις δικές τους επιθυμίες, μια και βιώνουν τον εαυτό τους αποκλειστικά μέσα από τη σχέση με τον άλλον. Σημάδι πολύ μεγάλης συγχώνευσης είναι και το να μην έχει κανείς ιδέα για το τι είναι αυτό που θέλει, ονειρεύεται ή επιθυμεί για τον εαυτό του. Τα συναισθήματα κενού ή θυμού και θλίψης που παράγονται μέσα σ’ αυτού του είδους τις σχέσεις, φαντάζουν ανεξήγητα κι επικίνδυνα, κι όσο εντείνεται αυτό τόσο εντείνεται κι η αγωνία κι η τάση να προσκολληθεί κανείς ακόμα περισσότερο στον άλλον, να χαθεί μέσα στη σχέση, τις ανάγκες τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του άλλου, δημιουργώντας έτσι έναν αέναο φαύλο κύκλο, όπου η δυσφορία εντείνεται.
Συνήθως, οι άνθρωποι που βρίσκονται σε συγχωνευτικές σχέσεις, δυσφορούν έντονα όταν έρχονται σ’ επαφή με τα δικά τους, ατομικά συναισθηματικά προβλήματα, γιατί τότε βιώνουν ανησυχία, ντροπή κι ενοχή. Φοβούνται ν’ αντιμετωπίσουν τις δικές τους αδυναμίες και ν’ αναγνωρίσουν τις δικές τους ελλείψεις, γιατί πλήττεται έντονα η αυτοεκτίμησή τους. Το εύκολο είναι να ζήσουν μέσα από τον άλλον, με το πρόσχημα της αγάπης. Η πραγματική απελευθέρωση όμως βρίσκεται στο να μπορεί κανείς να σταθεί με σθένος απέναντι στον εαυτό του και ν’ αναγνωρίσει τις αδυναμίες κι ελλείψεις του, έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει κάτι υγιές πλέον για αυτά τα θέματα, και να γίνει ψυχικά αυτόνομος κι αυτάρκης. Αποτέλεσμα αυτού φυσικά, είναι και το να κάνει υγιείς σχέσεις, όπου αυτό που θα χαρακτηρίζει τη σχέση, δεν θα είναι η εξαρτητικότητα και τα δεσμά, αλλά η ελευθερία κι η ισοτιμία.
Μερικά από τα σημάδια μιας συγχωνευτικής σχέσης είναι
- Αδιαφορούμε και παραμελούμε τις άλλες σχέσεις μας, γιατί νιώθουμε άγχος όταν είμαστε μακριά από τον άλλον.
- Η ευτυχία ή η ευχαρίστησή μας, εξαρτάται απολύτως από τη σχέση.
- H αυτοεκτίμησή μας, κρέμεται από τη συγκεκριμένη σχέση.
- Όταν υπάρχει κάποια διαφωνία μέσα στη σχέση, νιώθουμε μεγάλη αγωνία και φόβο, και θέλουμε απελπισμένα διορθώσουμε άμεσα τα πράγματα από το φόβο της απώλειας της σχέσης.
- Όταν είμαστε μακριά από τον άλλον, ή δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε για κάποιο διάστημα, τότε νιώθουμε αφόρητο αίσθημα κενού, και φτάνουμε να κάνουμε παράλογες σκέψεις προκειμένου ν’ αποκτήσουμε άμεσα επικοινωνία ή να βρεθούμε κοντά του.
- Απορροφούμε και βιώνουμε τα συναισθήματά τους, σαν να είναι δικά μας και κάνουμε τα πάντα για να τους αποφορτίσουμε από τα δυσάρεστα συναισθήματα, γιατί έτσι θ’ αποφορτιστούμε κι εμείς.
Όλα τα παραπάνω, καμία σχέση δεν έχουν με την υγιή αγάπη, την ενσυναίσθηση ή τη συναισθηματική σύνδεση με τον άλλον. Η συγχώνευση έχει απώλεια της αίσθησης του εαυτού, εξάρτηση και δεσμά.
Πολλές φορές, άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε οικογένειες με συγχωνευτική σχέση, κάνουν τέτοιου είδους σχέση και με τους/τις συντρόφους τους και όταν ακούσουν κάποια προτροπή για μεγαλύτερη αυτονομία ή για χώρο για τις δικές τους επιθυμίες, νομίζουν πως έτσι θα προδώσουν ή θα εγκαταλείψουν το άλλο, το τόσο σημαντικό πρόσωπο. Κι όμως η υγιής σχέση ανθίζει και ενδυναμώνεται, μέσα από μια θέση αυτονομίας, ισοτιμίας κι ελευθερίας.
Δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος τα πάντα μαζί με τον άλλον, για να δείξει την αγάπη του. Μπορεί να έχει φίλους και δικό του κύκλο, χωρίς αυτό να απειλεί τη σχέση. Μπορεί ν’ αγαπάει αλλά και ταυτόχρονα να μένει και μόνος με τον εαυτό του.
Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περνάμε «δεμένοι» κι αιχμάλωτοι μέσα σε μια μη υγιή σχέση. Ακόμα κι αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος σχετίζεσθαι που γνωρίζουμε, με την κατάλληλη βοήθεια και θεραπευτική υποστήριξη, μπορούμε ν’ ανακτήσουμε την αυτονομία και τη διαφορετικότητά μας. Οι σχέσεις μας μπορεί να εκπληρώνουν ή να μην εκπληρώνουν πάντα τις ανάγκες μας, αλλά σίγουρα δεν θα είναι αυτό που προσδιορίζει την ύπαρξή μας και την αξία μας.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Jenny.gr